- ἐκτιναγμός
- ἐκτιναγμόςshaking outmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτιναγμός — ο (Α ἐκτιναγμός) 1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση 2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα … Dictionary of Greek
ἐκτιναγμοῖς — ἐκτιναγμός shaking out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμούς — ἐκτιναγμός shaking out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμῶν — ἐκτιναγμός shaking out masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμῷ — ἐκτιναγμός shaking out masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμόν — ἐκτιναγμός shaking out masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτίναξη — η (Α ἐκτίναξις) εκτιναγμός, ορμητικό και βίαιο τίναγμα, εκσφενδόνιση … Dictionary of Greek